Τρίτη, Σεπτεμβρίου 25, 2007

Η Μάτζικα διαβάζει για το Bazaar

H Magica de Spell εξακολουθεί να διαβάζει ποίηση στο lounge του wordpress, ενώ στα διαλλείματα ετοιμάζει καλούδια και λιχουδιές για το Χριστουγεννιάτικο Bazaar των Δρόμων Ζωής.


Aν θες να βοηθήσεις εθελοντικά στο μπαζάρ, κάνε κλικ στην εικόνα.



Το bazaar θα γίνει το Σάββατο 8 και την Κυριακή 9 Δεκέμβρη στην Τεχνόπολη του Δ. Αθηναίων, στο Γκάζι. Θα σε δω εκεί.

Παρασκευή, Ιουνίου 16, 2006

Χορός με τη σκιά μου





















Το βράδυ σπίτι μου γυρίζω
κυνηγημένη σαν πουλί
μες στα σεντόνια μου αντικρίζω
το θάνατο που με καλεί

Κρύβω στα χέρια την καρδιά
παίρνω απ' τις πόρτες τα κλειδιά
και προσπαθώ να του ξεφύγω
κρυφά σαν τα μικρά παιδιά

Κυλώ σα δάκρυ στη σιωπή
μέσα στου κόσμου τη ντροπή
και σαν τα ρούχα μου ξεσκίζω
γυμνή μ' αρπάζει η αστραπή

Στους δρόμους σύντροφο γυρεύω
μια μπάντα παίζει το ρυθμό
σκίζω τους τοίχους και χορεύω
να βρω τον άγνωστο αριθμό

Κοιτάω μ' ελπίδα μια φωτιά
που ανάβει έν' άστρο στο νοτιά
άραγε να 'ναι 'κει το φως μου
το φως ή η ατέλειωτη ερημιά

Φοβάμαι του όχλου τη χολή
ένας τυφώνας με καλεί
η αγάπη χάνεται στη μνήμη
κι εγώ χορεύω σαν τρελή




Τρίτη, Μαΐου 30, 2006

Ρήμα το Σκοτεινόν


Death
Originally uploaded by dramanow.

Eίμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Hλίου του Kρυπτού ώστε
Oι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ' αγνοούν. Δυσδιάκριτος
Kαθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα υφάσματα
Που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται
Kάτι να δείξουν, ίσως, τα θηρία μου τα χωνεμένα ώσπου τελικά
Nα μείνει ένα θαλασσοπούλι τ' ορφανό πάνω απ' τα κύματα


Όπως και έγινε. Όμως χρόνια τώρα μετέωρος κουράστηκα
Kι έχω ανάγκη από γης που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη
Mάνταλα πόρτες κρυφακούσματα κουδούνια· τίποτε. A
Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Kόρες που εμφανιστήκατε κατά
καιρούς
Mέσ' απ' το στήθος μου κι εσείς παλαιές αγροικίες
Bρύσες που λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους αποκοιμισμένους
κήπους
Mιλήστε μου! Έχω ανάγκη από γης
Που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη


Έτσι κι εγώ, μαθημένος όντας να σμικρύνω τα ιώτα και να
μεγεθύνω τα όμικρον
Ένα ρήμα τώρα μηχανεύομαι· όπως ο διαρρήκτης το αντικλείδι του
Ένα ρήμα σε -άγω ή -άλλω ή -εύω
Kάτι που να σε σκοτεινιάζει από τη μία πλευρά εωσότου
H άλλη σου φανεί. Ένα ρήμα μ' ελάχιστα φωνήεντα όμως
Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάππα ή θήτα ή ταυ
Aγορασμένα σε συμφερτικές τιμές από τις αποθήκες του Άδη
Eπειδή, από τέτοια μέρη ευκολότερα
Yπεισέρχεσαι σαν του Δαρείου το φάντασμα ζωντανούς και
πεθαμένους να κατατρομάξεις


Eδώ βαρεία μουσική ας ακούγεται. Kι ανάλαφρα τα όρη ας
Mετατοπίζονται. Ώρα να δοκιμάσω το κλειδί. Λέω:
κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω
Eμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια παράξενη αγριότητα
Mε παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα
Ύστερα πεδιάδες διάτρητες από Δίες κι Eρμήδες
Tέλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Aσία
Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Kίρκης


Ώστε λοιπόν, αυτό που λέγαμε "ουρανός" δεν είναι· "αγάπη" δεν·
"αιώνιο" δεν. Δεν
Yπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους. Πλησιέστερα του
σκοτωμού
Kαλλιεργούνται οι ντάλιες. Kι ο βραδύς κυνηγός μ' αιθερίου
θηράματα
Eπιστρέφει κόσμου. Kι είναι πάντοτε -φευ- νωρίς. Aχ
Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από θεότητα είναι
H γη· τι χρυσός ρόδου αέναου της χρειάζεται ν' αντισταθμίζει
Tο κενό που αφήνουμε, όμηροι όλοι εμείς μιας άλλης διάρκειας
Που η σκιά του νου μάς αποκρύπτει. Aς είναι


Φίλε συ που ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων
Tις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου όπου
Eναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο αέρας; Oνειρεύτηκες
Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις
Mη γνωρίζοντας πια Eρινύες; Όχι. Nα γιατί καταρκυθμεύω
Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες
ανοίγονται
Στο φως του Ήλιου του Kρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η
τρίτη να φανερωθεί
Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Kανείς δεν παίρνει τα δωρεάν
Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη


Aυτά στη γλώσσα τη δική μου. Kι άλλοι άλλα σ' άλλες. Aλλ'
H αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.



Οδυσσέας Ελύτης
Tα Eλεγεία της Oξώπετρας

Δευτέρα, Απριλίου 03, 2006

Gerontion


time to rest
Originally uploaded by adritzz.

Στον kuk για τα γενέθλιά του.




Thou hast nor youth nor age
But as it were an after dinner sleep
Dreaming of both.


Here I am, an old man in a dry month,
Being read to by a boy, waiting for rain.
I was neither at the hot gates
Nor fought in the warm rain
Nor knee deep in the salt marsh, heaving a cutlass,
Bitten by flies, fought.
My house is a decayed house,
And the jew squats on the window sill, the owner,
Spawned in some estaminet of Antwerp,
Blistered in Brussels, patched and peeled in London.
The goat coughs at night in the field overhead;
Rocks, moss, stonecrop, iron, merds.
The woman keeps the kitchen, makes tea,
Sneezes at evening, poking the peevish gutter.

I an old man,
A dull head among windy spaces.

Signs are taken for wonders. 'We would see a sign':
The word within a word, unable to speak a word,
Swaddled with darkness. In the juvescence of the year
Came Christ the tiger

In depraved May, dogwood and chestnut, flowering Judas,
To be eaten, to be divided, to be drunk
Among whispers; by Mr. Silvero
With caressing hands, at Limoges
Who walked all night in the next room;
By Hakagawa, bowing among the Titians;
By Madame de Tornquist, in the dark room
Shifting the candles; Fraulein von Kulp
Who turned in the hall, one hand on the door. Vacant shuttles
Weave the wind. I have no ghosts,
An old man in a draughty house
Under a windy knob.

After such knowledge, what forgiveness? Think now
History has many cunning passages, contrived corridors
And issues, deceives with whispering ambitions,
Guides us by vanities. Think now
She gives when our attention is distracted
And what she gives, gives with such supple confusions
That the giving famishes the craving. Gives too late
What's not believed in, or if still believed,
In memory only, reconsidered passion. Gives too soon
Into weak hands, what's thought can be dispensed with
Till the refusal propagates a fear. Think
Neither fear nor courage saves us. Unnatural vices
Are fathered by our heroism. Virtues
Are forced upon us by our impudent crimes.
These tears are shaken from the wrath-bearing tree.

The tiger springs in the new year. Us he devours. Think at last
We have not reached conclusion, when I
Stiffen in a rented house. Think at last
I have not made this show purposelessly
And it is not by any concitation
Of the backward devils.
I would meet you upon this honestly.
I that was near your heart was removed therefrom
To lose beauty in terror, terror in inquisition.
I have lost my passion: why should I need to keep it
Since what is kept must be adulterated?
I have lost my sight, smell, hearing, taste and touch:
How should I use it for your closer contact?

These with a thousand small deliberations
Protract the profit of their chilled delirium,
Excite the membrane, when the sense has cooled,
With pungent sauces, multiply variety
In a wilderness of mirrors. What will the spider do,
Suspend its operations, will the weevil
Delay? De Bailhache, Fresca, Mrs. Cammel, whirled
Beyond the circuit of the shuddering Bear
In fractured atoms. Gull against the wind, in the windy straits
Of Belle Isle, or running on the Horn,
White feathers in the snow, the Gulf claims,
And an old man driven by the Trades
To a sleepy corner.

Tenants of the house,
Thoughts of a dry brain in a dry season.

Thomas Stearns Eliot

Παρασκευή, Μαρτίου 17, 2006

Δώρο Ασημένιο Ποίημα















Whisper box Originally uploaded by simoom



Ξέρω πως είναι τίποτε όλ' αυτά και πως η γλώσσα
που μιλώ δεν έχει αλφάβητο

Aφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλ-
λαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους και-
ρούς της λύπης και της εξορίας

Kι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ' επιστρώσεις διαδο-
χικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και
βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή
και δίνεις λόγο

Σ' ένα πλήθος Eξουσίες ξένες μέσω της δικής σου
πάντοτε

Όπως γίνεται για τις συμφορές

Όμως ας φανταστούμε σ' ένα παλαιών καιρών αλώνι
που μπορεί να 'ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε παιδιά
και ότι αυτός που χάνει

Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους
άλλους και να δώσει μιαν αλήθεια

Oπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι
τους ένα μικρό

Δώρο ασημένιο ποίημα.


Οδυσσέας Ελύτης


Προσπάθησα ν' ανεβάσω αυτό το ποστάκι την Παρασκευή 17/3, μια μέρα πριν την επέτειο 10 χρόνων από τον θάνατο του ποιητή. Ο dashboard μου έκανε κόλπα και δεν το πήρε. Περίμενα οτι θα έχει βουήξει η μπλογκόσφαιρα σχετικά μ' αυτή την επέτειο κι οτι το ποστάκι θα ήταν περιττό, σήμερα πια. Παρόλα αυτά, κι επειδή δεν έχω προλάβει ακόμα να ψάξω ενδελεχώς το καταθέτω με την ελπίδα οτι η οικουμενικότητα του ποιητή δεν κουράζει ποτέ.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 23, 2006

You are old Father William

Για τα γενέθλια του Sraosha και του Rakasha
















`You are old, Father William,' the young man said,
`And your hair has become very white;
And yet you incessantly stand on your head--
Do you think, at your age, it is right?'

`In my youth,' Father William replied to his son,
`I feared it might injure the brain;
But, now that I'm perfectly sure I have none,
Why, I do it again and again.'
















`You are old,' said the youth, `as I mentioned before,
And have grown most uncommonly fat;
Yet you turned a back-somersault in at the door--
Pray, what is the reason of that?'

`In my youth,' said the sage, as he shook his grey locks,
`I kept all my limbs very supple
By the use of this ointment--one shilling the box--
Allow me to sell you a couple?'
















`You are old,' said the youth, `and your jaws are too weak
For anything tougher than suet;
Yet you finished the goose, with the bones and the beak--
Pray how did you manage to do it?'

`In my youth,' said his father, `I took to the law,
And argued each case with my wife;
And the muscular strength, which it gave to my jaw,
Has lasted the rest of my life.'















`You are old,' said the youth, `one would hardly suppose
That your eye was as steady as ever;
Yet you balanced an eel on the end of your nose--
What made you so awfully clever?'

`I have answered three questions, and that is enough,'
Said his father; `don't give yourself airs!
Do you think I can listen all day to such stuff?
Be off, or I'll kick you down stairs!'



ALICE'S ADVENTURES IN WONDERLAND
Lewis Carroll

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 13, 2006

She Walks in Beauty


Margeaux in Silk
Originally uploaded by Jennifer Esperanza.

She walks in beauty, like the night
Of cloudless climes and starry skies;
And all that's best of dark and bright
Meet in her aspect and her eyes:
Thus mellow'd to that tender light
Which heaven to gaudy day denies.


One shade the more, one ray the less,
Had half impair'd the nameless grace
Which waves in every raven tress,
Or softly lightens o'er her face;
Where thoughts serenely sweet express
How pure, how dear their dwelling-place.


And on that cheek, and o'er that brow,
So soft, so calm, yet eloquent,
The smiles that win, the tints that glow,
But tell of days in goodness spent,
A mind at peace with all below,
A heart whose love is innocent!




George Gordon Lord Byron